Πτελεόν

Πτελεόν
Πτελεόν
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Πτελεόν — Δύο πόλεις της αρχαιότητας, που αναφέρονται από τον Θουκυδίδη. Η πρώτη είναι θηλυκού γένους, και περιλαμβάνεται στις πόλεις που, κατά την ειρήνη ανάμεσα στους Αθηναίους και Λακεδαιμονίους, οι Αθηναίοι έπρεπε να επιστρέψουν στους Λακεδαιμονίους. Η …   Dictionary of Greek

  • Πτελεοῦ — Πτελεόν neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πτελεῶν — Πτελεόν neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πτελεῷ — Πτελεόν neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПТЕЛЕЙ —    • Pteleum,          Πτελεόν (Ноm. Il. 2, 697), гавань в фессалийской области Феотиде (= Фтиотиде), на юго западном краю Пагасского залива, метрополии города Πτελεόν в Трифилии (Элиде, Ноm. Il. 2, 594); в 171 г. до Р. X. был разрушен римлянами… …   Реальный словарь классических древностей

  • λεχεποίης — λεχεποίης, ό, θηλ. λεχεποίη (Α) αυτός που έχει άφθονη χλόη για την κατασκευή στρωμάτων (α. «Ἄσωπον δ ἵκοντο βαθύσχοινον λεχεποίην», Ομ. Ιλ. β. «ἀγχίαλόν τ Ἀντρῶνα ἰδὲ Πτελεὸν λεχεποίην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λεχεσ ποίης < λέχος + ποιῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”